- κλῶνες
- κλώνtwigmasc nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ένδιος — ἔνδιος, ον (Α) 1. μεσημεριάτικος («ἔνδιοι ἱκόμεσθ ἱερόν ῥόον, Ἀλφειοῑο», Ομ. Ιλ.) 2. αυτός που γίνεται ή παρουσιάζεται στη διάρκεια τής ημέρας 3. ο προερχόμενος από τον ουρανό («ὕδατος ἐνδίοιο») 4. μετέωρος («κλῶνες... ἔνδιοι») 5. φρ. «ἔνδιον… … Dictionary of Greek
οπωροφόρος — α, ο (ΑΜ ὀπωροφόρος, ον) αυτός που παράγει οπώρες («ὀπωροφόροι κλῶνες», Κ. Μανασσ.) νεοελλ. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα οπωροφόρα τα δένδρα που παράγουν εδώδιμους καρπούς και, γενικότερα, καρπούς που έχουν οικονομική σημασία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀπώρα + … Dictionary of Greek